- θανατήσιος
- θᾰνᾰτ-ήσιος, ον,= θανάσιμος, rejected by Poll.5.132 (cod.C; -ήσιμος cett.), but found in Afric.Cest.14,16,17 (Math.Vett.p.294 Thévenot); cf. θανατήσιον, οὐ θανάσιμον λέγουσιν, Phot.; [full] θανατήριονA
ἀξιοῦσιν οὐ θανάσιμον λέγειν AB99
(quoting Pl.R.Bk.ii, E.Med.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.